τερπομένη

τερπομένη
τέρπω
delight
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τερπομένῃ — τέρπω delight pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”